πνευμονοκονίαση

πνευμονοκονίαση
η, Ν
ιατρ. πάθηση την οποία προκαλεί η εισπνοή ποικιλίας οργανικών ή ανόργανων κόνεων ή χημικών ερεθιστικών ουσιών, συνήθως για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pneumonoconiosis (< πνεύμων, -ονος + -κονίαση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμιάντωση — Πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που οφείλεται σε εισπνοή ινών αμιάντου (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο) και επικάθηση των ινών αυτών στον πνευμονικό ιστό. Επακόλουθό της είναι φλεγμονή του πνεύμονα, που χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, βήχα, μικρή… …   Dictionary of Greek

  • σιδήρωση — η / σιδήρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σιδηρῶ] νεοελλ. 1. (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) τοποθέτηση και συναρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η κάλυψη τής επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο 2. ιατρ. εναπόθεση σιδήρου στο εσωτερικό τών… …   Dictionary of Greek

  • σιλίκωση — (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του… …   Dictionary of Greek

  • σχίστωση — η, Ν ιατρ. πνευμονοκονίαση που οφείλεται σε εισπνοή σχιστολιθικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schistose (< σχιστός + ωση)] …   Dictionary of Greek

  • σχιστολιθοκονίαση — η, Ν ιατρ. νόσος τών εργατών τών ορυχείων σχιστολίθου, καλοήθης πνευμονοκονίαση, που οφείλεται σε εισπνοή σκόνης σχιστολίθου, μεγάλο μέρος τών σωματιδίων τής οποίας είναι πλούσιο σε άλατα πυριτίου …   Dictionary of Greek

  • χαλίκωση — η 1. η επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια. 2. ασθένεια των πνευμόνων που οφείλεται στην εισπνοή μεγάλης ποσότητας από τη σκόνη χαλικιών, πνευμονοκονίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”